ΠΥΣ 6/2012 και επίδομα γάμου

ΝΟΜΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Μου ετέθησαν τα ακόλουθα ερωτήματα:

1. Δεδομένου ότι το επίδομα γάμου για όλους τους εργαζόμενους καθιερώθηκε με την υπ'αριθμ.10/2006 Δ.Α. , που αφορούσε τους κατώτατους μισθούς και ημερομίσθια όλων των εργαζομένων της χώρας και η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 16 του Ν.435/1976, ποια η τύχη του επιδόματος γάμου, μετά τη θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθρου 2 παρ.4 της ΠΥΣ 6/2012 η οποία εξαιρεί το εν λόγω επίδομα από τα διατηρούμενα με την ως άνω διάταξη;
2. Ποια η χρονική διάρκεια ισχύος ΣΣΕ (μονοετούς , αορίστου χρόνου ή άλλο) μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012;

Οι θέσεις μου επί των ανωτέρω ερωτημάτων είναι οι ακόλουθες:
Α) Επί του πρώτου ερωτήματος:
Το επίδομα γάμου θεσπίστηκε για πρώτη φορά για όλους τους εργαζόμενους με την υπ' αριθμ.10/1976 απόφαση του Β' θμιου Διαιτητικού Δικαστηρίου Αθηνών «περί αυξήσεως των γενικών κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων και ρυθμίσεως εταίρων τινών γενικών όρων αμοιβής των μισθωτών της χώρας».

Με την εν λόγω Δ.Α. που κυρώθηκε με το άρθρο 16 του Ν.435/76 προβλέφθηκε κατ' αρχήν η χορήγηση του ως άνω επιδόματος γάμου σε όλους τους έγγαμους εργαζόμενους. Με μεταγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις και νομοθετήματα, όπως η ΕΓΣΣΕ της από 10-3-1989 και το άρθρο 20 παρ.2 του Ν.1849/1989, καθώς και το άρθρο 21 του Ν.3896/10 επήλθαν τροποποιήσεις στις προϋποθέσεις χορηγήσεως του εν λόγω επιδόματος του οποίου δικαιούχοι είναι πλέον όλοι οι διατελέσαντες έγγαμοι εργαζόμενοι και χήροι ή διαζευγμένοι και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν έχουν την επιμέλεια ή μη των τέκνων. Συνεπώς με τις ως άνω διατάξεις θεσπίστηκε η χορήγηση του επιδόματος γάμου σε όλους γενικά τους εργαζόμενους στην Επικράτεια που είναι ή ήταν έγγαμοι.
Πέραν των παραπάνω διατάξεων το επίδομα γάμου προβλέφθηκε και σε επιμέρους Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, παντός είδους (ομοιοεπαγγελματικές, κλαδικές, επιχειρησιακές), ως ειδικός όρος των εν λόγω σσε.
Στην παρ.4 του άρθρου 2 της υπ' αριθμ. 6/28-2-2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου που εκδόθηκε επί του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 με τον οποίο εγκρίθηκε το μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ Ελλάδος, Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Τράπεζας της Ελλάδος, ορίζεται ότι : «κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν.4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα σσε εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν: α) το βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις σσε που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα».
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι, η προβλεπόμενη στην παρ.5 του άρθρου 9 του Ν.1876 /90 εκ του νόμου παράταση ισχύος, περιορίστηκε από 6 σε 3 μήνες.
Με την ως άνω ρητή και συγκεκριμένη αναφορά των επιδομάτων που τυχόν προβλέπει σσε που έληξε ή καταγγέλθηκε χωρίς να αντικατασταθεί με νέα, προκύπτει η σαφής βούληση του νομοθέτη να περιορίσει τα διατηρούμενα επιδόματα στα προαναφερθέντα και σε κανένα άλλο. Ο νομοθέτης δηλ. εξαίρεσε κάθε άλλο επίδομα ήτοι και το επίδομα γάμου
Συνεπώς δεν με βρίσκουν σύμφωνο επιστημονικές απόψεις που έχουν δημοσιευθεί, σύμφωνα με τις οποίες στα διατηρούμενα επιδόματα «εκ παραδρομής» δεν συμπεριελήφθη και το επίδομα γάμου.
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Σε όσες περιπτώσεις το επίδομα γάμου προβλέπεται ως ειδικός , αυτοτελής όρος επιχειρησιακής , ομοιοεπαγγελματικής ή κλαδικής σσε, εφόσον η εν λόγω συλλογική ρύθμιση έληξε και παρήλθε το τρίμηνο της εκ του νόμου παρατάσεως ισχύος της χωρίς να συναφθεί νέα σσε, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να διακόψει την καταβολή του.
Σε όσες αντίθετα περιπτώσεις ο μισθωτός λαμβάνει το επίδομα γάμου όχι δυνάμει συλλογικής ρυθμίσεως που υπάγεται αλλά δυνάμει της γενικής νομοθετικής ρυθμίσεως (ΕΓΣΣΕ του 1976 και προαναφερθείσες διατάξεις) εξακολουθεί να το λαμβάνει και μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 4 της ΠΥΣ 6/12. Στην άποψη αυτή καταλήγω από τα εξής δεδομένα:
α) πρόβλεψη αυξημένων αποδοχών λόγω της ιδιότητας του εγγάμου υπάρχει και στην τελευταία ισχύσασα ΕΓΣΣΕ των ετων 2010, 2011, 2012 στην οποία προβλέπεται μισθολογική διαφοροποίηση μεταξύ αγάμων και εγγάμων, στοιχείο το οποίο δεν μεταβλήθηκε ούτε με το ν.4046/12 ούτε με την ΠΥΣ 6/12.
Β) το άρθρο 4 της ΠΥΣ 6/12 αναφέρεται συγκεκριμένα σε συλλογικές συμβάσεις που προβλέπουν τα διατηρούμενα επιδόματα και δεν αναφέρεται στο σύνολο των νομοθετικών ρυθμίσεων που καθορίζουν τους όρους αμοιβής των μισθωτών της Επικράτειας.
Συνεπώς το επίδομα γάμου μπορεί να διακοπεί όταν χορηγείτο δυνάμει σσε κατά τους όρους του άρθρου 2 παρ. 4 της ΠΥΣ 6/2012, ενώ διατηρείται για όσους το λαμβάνουν δυνάμει των προαναφερθεισών νομοθετικών διατάξεων

Επί του δευτέρου ερωτήματος

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.1 του Ν.1876/90 οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορούν να συναφθούν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Κάθε σσε που προβλέπει διάρκεια εργασίας πάνω από ένα χρόνο θεωρείται αόριστης διάρκειας, ενώ δεν μπορεί να συμφωνηθεί σσε για χρόνο μικρότερο του έτους.
Με το άρθρο 2 της ΠΥΣ 6/12 ορίστηκε ότι οι σσε που συνάπτονται εφεξής, ήτοι από 14-2-2012, θα είναι ορισμένου χρόνου και η διάρκειά τους δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους ή μεγαλύτερη των τριών (3) ετών.
Η θέσπιση 3ετούς μέγιστης ισχύος της διάρκειας σσε ενισχύεται και από την διατύπωση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/12, σύμφωνα με την οποία οι σσε που ίσχυαν στις 14-2-2012 και ήταν ήδη σε ισχύ είτε λιγότερο είτε περισσότερο από 24 μήνες λήγουν με τη συμπλήρωση 3 ετών από την έναρξη ισχύος τους. Στις περιπτώσεις αυτές βέβαια διατηρήθηκε η δυνατότητα καταγγελίας τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν.1876/90.
Με την ως άνω διάταξη της ΠΥΣ 6/12, οι σσε που καταρτίζονται από δω και πέρα μπορεί να είναι μόνο ορισμένου χρόνου. Η διάταξη του άρθρου 9 παρ.1 του ν.1876/90 στην οποία γινόταν μνεία για σσε αορίστου χρόνου, μπορεί μεν να μην έχει καταργηθεί ρητά, εντούτοις όμως έχει πάψει να ισχύει ενόψει της αντιθέτου ρυθμίσεως του μεταγενέστερου προαναφερθέντος νομοθετήματος. Συνεπώς, σύμφωνα με το ισχύον σήμερα δίκαιο δεν υπάρχει η δυνατότητα καταρτίσεως σσε αορίστου χρόνου.


Τάσος Πασσάς

< Προηγούμενα