ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ Οι μεταβολές οι οποίες επέρχονται με το σχέδιο νόμου που εντάσσεται στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με θέμα «Επείγουσα ρύθμιση για την αναπλήρωση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων λόγω πρόωρης λήξης της θητείας του και άλλες διατάξεις», αναφέρονται στο άρθρο 15 του ν.1876/1990 με το οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία μεσολάβησης ενώπιον του ΟΜΕΔ και στο άρθρο 16 του ιδίου νόμου, με το οποίο ρυθμίζεται η διαιτητική διαδικασία. -Με το νέο άρθρο 15 του ν.1876/1990 επαναλαμβάνονται κατά βάση οι ισχύουσες ρυθμίσεις περί μεσολάβησης του ιδίου νόμου , με μόνη καινοτομία την ρητή αναφορά περί αιτιολόγησης της πρότασης του μεσολαβητή. Τούτο όμως ούτως ή άλλως συμβαίνει στην πράξη, δεδομένου ότι οι μεσολαβητές κατά κανόνα αιτιολογούν την πρότασή τους και μνημονεύουν στοιχεία και παραμέτρους που ετέθησαν υπόψη τους από τα συμμετέχοντα μέρη στο πλαίσιο της μεσολαβητικής διαδικασίας. Καινοτομία αποτελεί η απαγόρευση αναφοράς τόσο στην πρόταση του μεσολαβητή όσο και στην διαιτητική απόφαση γενικής παραπομπής σε άλλες συλλογικές ρυθμίσεις. -Με το νέο άρθρο 16 επαναφέρεται το προ της ισχύος της ΠΥΣ 6/2012 νομοθετικό καθεστώς περί μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία. Αναφέρεται η ύπαρξη τριμελούς επιτροπής διαιτησίας, θεσμός που υπήρχε και στο προισχύσαν δίκαιο. Μνημονεύεται ρητά ότι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνουν υπόψη οι διαιτητές είναι και δεδομένα της περιόδου του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας όπως η μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας και η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. -Περαιτέρω ορίζεται ρητά στο νόμο η υποχρέωση τεκμηριωμένης αιτιολογίας της διαιτητικής απόφασης , πράγμα που ίσχυε για τις διαιτητικές αποφάσεις βάσει του κανονισμού του ΟΜΕΔ. -
Ορίζεται για πρώτη φορά ρητά ότι, οι όροι της διαιτητικής απόφασης «δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση ή να τροποποιούν προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας». Εκτιμώ ότι η διάταξη αυτή όπως διατυπώνεται, θα προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα κατά την εφαρμογή της. Ενώ δηλ. καταργήθηκε η προισχύουσα διάταξη που περιόριζε το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης μόνο στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου ή και βασικού μισθού, με τη νέα ρύθμιση, όπως διατυπώνεται, ο διαιτητής φέρεται να μην μπορεί να προβλέψει όρους διαφορετικούς (δηλ. ακόμα και ευμενέστερους) από τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία π.χ. περί προσαύξησης για νυκτερινή εργασία, εργασία Κυριακών , αποζημίωση απολύσεως κλπ. - Επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 16 η κατάργηση των λεγόμενων «διατηρητικών ρητρών» με υποχρέωση του διαιτητή να αναφέρει αναλυτικά στην διαιτητική απόφαση όρους άλλων συλλογικών ρυθμίσεων που επιθυμεί να συμπεριλάβει. -Καθιερώνεται με το νέο άρθρο 16 Α για πρώτη φορά στα πλαίσια λειτουργίας του ΟΜΕΔ υπό το καθεστώς του Ν. 1876/1990, δεύτερος βαθμός κρίσεως των διαιτητικών αποφάσεων από 5μελή επιτροπή διαιτησίας απαρτιζόμενη από δύο διαιτητές του ΟΜΕΔ, ένα σύμβουλο Επικρατείας, ένα αρεοπαγίτη και ένα σύμβουλο του ΝσΚ. Η διαδικασία εντός του ΟΜΕΔ σε δεύτερο βαθμό είναι σύντομη , αφού ορίζεται προθεσμία εφέσεως 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης και η απόφαση σε δεύτερο βαθμό εκδίδεται εντός 20 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων της δευτεροβάθμιας επιτροπής διαιτησίας. Η εκτέλεση της Πρωτοβάθμιας διαιτητικής απόφασης αναστέλλεται μέχρις ότου εκδοθεί από τη 5μενή επιτροπή απόφαση επί της ουσίας της έφεσης . -Με το νέο άρθρο 16Β' επαναλαμβάνεται η δυνατότητα προσβολής στα πολιτικά δικαστήρια του κύρους των αποφάσεων της διαιτησίας. Ειδικότερα: α) στην περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του διαιτητή ή της τριμελούς επιτροπής διαιτησίας, μετά την πάροδο της προθεσμίας εφέσεως, παρέχεται η δυνατότητα στα μέρη να ασκήσουν αγωγή κατά του κύρους της διαιτητικής απόφασης στο Μονομελές Πρωτοδικείο το οποίο δικάζει με την διαδικασία των εργατικών διαφορών. Καθορίζεται ο προσδιορισμός του χρόνου εκδίκασης της αγωγής εντός 45 ημερών από την κατάθεσή της, η προθεσμία εφέσεως ορίζεται σε 15 ημέρες από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης , η δε εκδίκαση της έφεσης κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως ορίζεται εντός 30 ημερών από την άσκησή της. Σε αμφότερες όμως τις περιπτώσεις παραμένει απροσδιόριστος ο χρόνος έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων που κατά την κρατούσα δικαστηριακή πρακτική ανέρχεται σε πολλούς μήνες. β) κατά της αποφάσεως της 5μελούς επιτροπής διαιτησίας και εντός 15 ημερών από της κοινοποιήσεώς της, προβλέπεται αγωγή κατά του κύρους της, η οποία εκδικάζεται ενώπιον του Εφετείου. Με την νέα αυτή διάταξη εμφανίζεται το φαινόμενο απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου στο οποίο μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί να ελέγχεται για το κύρος της από ιεραρχικά κατώτερους δικαστές. Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι με τις νέες διατάξεις επιχειρείται εναρμόνιση του θεσμού της μεσολάβησης και κυρίως της διαιτησίας με την κύρια παραδοχή της απόφασης Ολ ΣτΕ 2307/2014 περί συνταγματικότητας της μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία. Έτσι όμως επέρχεται αντίφαση με την διάταξη του άρθρου 1 του ν.4046/2012 περί εγκρίσεως των σχεδίων συμβάσεων χρηματοδοτικής διευκόλυνσης μεταξύ ΕΤΧΣ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του σχεδίου μνημονίου συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος, στο Κεφ. Ε' της οποίας με τον τίτλο «Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και στο πεδίο 29 η κυβέρνηση δεσμεύτηκε ρητά να νομοθετήσει την εξάλειψη της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία . Η εν λόγω διάταξη εξακολουθεί να ισχύει αφού από την Ολομέλεια του ΣτΕ κρίθηκε αντισυνταγματική μόνο η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 1 παρ.6 του ως άνω νόμου δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ΠΥΣ 6/2012. Τάσος Πασσάς