ΔΕΕ - Ομαδικές Απολύσεις


Αθήνα 22-12-2016


Σύντομος σχολιασμός της από 21-12-2016 απόφασης του ΔΕΕ επί της προδικαστικής παραπομπής του ΣτΕ αναφορικά με τη συμβατότητα της Ελληνικής νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων με το κοινοτικό Δίκαιο.

------------------------------------------

Ως γνωστόν η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, μετά τη μη ευόδωση των διαβουλεύσεων με τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων επί του σχεδίου αναδιαρθρώσεως της επιχείρησης που προέβλεπε οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου της στη Χαλκίδα, υπέβαλε στον Υπουργό εργασίας αίτηση εγκρίσεως του σχεδίου της περί ομαδικών απολύσεων. Ο Υπουργός εργασίας , μετά από γνωμοδότηση και του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, απέρριψε το σχέδιο ομαδικών απολύσεων.
Η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ άσκησε προσφυγή στο ΣτΕ κατά της αποφάσεως αυτής. Το ΣτΕ ανέστειλε την ενώπιον του διαδικασία και υπέβαλε στο ΔΕΕ τα ακόλουθα ερωτήματα:

Α) Εάν είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο (οδηγία 98/59 και άρθρα 49 και 63 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ΣΛΕΕ) η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη διενέργεια ομαδικών απολύσεων την έγκριση από τη διοίκηση με κριτήρια: α) τις συνθήκες αγοράς εργασίας β) τη κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας
Β) Σε αποφατική περίπτωση επί του Α ερωτήματος είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο διάταξη του εθνικού δικαίου με το ως άνω περιεχόμενο αν συντρέχουν σοβαροί κοινωνικοί λόγοι όπως οξεία οικονομική κρίση και ιδαίτερα αυξημένη ανεργία;
Το ΔΕΕ έκρινε κατ' αρχήν ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η επιλογή από τον εργοδότη των ομαδικών απολύσεων δεν καθορίζεται από το κοινοτικό δίκαιο αλλά από τον αντίστοιχο εθνικό νομοθέτη. Εν τούτοις η Εθνική νομοθεσία περί ομαδικών απολύσεων αποβαίνει μη συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο όταν λόγω των προβλέψεων της ή του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται από τη διοίκηση καθιστά άνευ πρακτική αποτελεσματικότητας τη κοινοτική οδηγία.
Επί του πρώτου ερωτήματος το ΔΕΕ έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται κατ' αρχήν στην εθνική νομοθεσία που προβλέπει ,ελλείψει συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, έγκριση της διοίκησης με αιτιολογημένη απόφαση για την υλοποίηση εν ολω ή εν μέρει των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Τούτο όμως δεν ισχύει όταν τα τρία κριτήρια αξιολόγησης της διοίκησης ( συνθήκες αγοράς εργασίας, κατάσταση της επιχειρήσεως και συμφέρον της εθνικής οικονομίας ) εφαρμόζονται από τη διοίκηση κατά τέτοιο τρόπο που η κοινοτική οδηγία περί ομαδικών απολύσεων καθίσταται ανευ αποτελέσματος.
Περαιτέρω το ΔΕΕ έκρινε ότι η Ελληνική νομοθεσία περί ομαδικών απολύσεων ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στην άσκηση ελευθερίας εγκαταστάσεως στη χώρα κατ' άρθρο 49 της ΣΛΕΕ.
Στη συνέχεια το ΔΕΕ αξιολόγησε τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές ελέγχουν τα σχέδια ομαδικών απολύσεων. Αναφορικά με το κριτήριο της προστασίας του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαγορευμένους από το κοινοτικό δίκαιο περιορισμούς. Τα δυο άλλα κριτήρια (κατάσταση της επιχείρησης και συνθήκες αγοράς εργασίας) ως σχετιζόμενα με τη προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης αποτελούν θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος.
Η Εθνική νομοθεσία πρέπει να κατατείνει στη δίκαιη εξισορρόπηση αφενός της προστασίας των εργαζομένων έναντι των αδικαιολόγητων απολύσεων και των συνεπειών των ομαδικών απολύσεων και αφετέρου των συμφερόντων που συνδέονται με την ελευθερία εγκαταστάσεως και επιχειρηματική ελευθερία.
Το ΔΕΕ έκρινε ακόμα ότι τα κριτήρια της κατάστασης της επιχειρήσεως και των συνθηκών της αγοράς εργασίας είναι υπέρμετρα γενικά και ασαφή. Η ασάφεια των κριτηρίων, τα οποία επιπλέον δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές και ελέγξιμες προϋποθέσεις, καθιστά αυτά αντίθετα με την αρχή της αναλογικότητας που διέπει τη κοινοτική νομοθεσία. Περαιτέρω ο δικαστικός έλεγχος από τον εθνικό δικαστή δεν αποτελεί εχέγγυο για τη κάλυψη του ελλείμματος από την ασάφεια και γενικότητα των ως άνω κριτηρίων.
Επί του δευτέρου ερωτήματος το ΔΕΕ έκρινε ότι η ύπαρξη συνθηκών οξείας οικονομικής κρίσης και υψηλού δείκτη ανεργίας δεν μεταβάλουν την απάντηση επί του α' ερωτήματος αφού δεν επιτρέπεται να οδηγήσουν σε εξουδετέρωση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της κοινοτικής νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων.


Τάσος Πασσάς

< Προηγούμενα Επόμενα >